Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οὐδὲ δηρὸν ἐπαγλαιεῖσθαι (

См. также в других словарях:

  • επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»