-
1 επαγλαιζω
1) делать прекрасным, украшатьδῆμον ἐ. μυρίασιν ὠφελίαισι βίου Arph. — украсить жизнь народа множеством наслаждений
2) med. красоваться
См. также в других словарях:
επαγλαΐζω — ἐπαγλαΐζω (Α) 1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ 2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῑσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ… … Dictionary of Greek